- στομαχική
- στομαχικόςof the stomachfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αγκώνω — 1. εξογκώνω, διαστέλλω, φουσκώνω κάτι γεμίζοντάς το 2. (ειδ. για την κοιλιά) φουσκώνω, πρήζομαι ένεκα πολυφαγίας 3. (για φαγητά) προκαλώ αηδία ή κορεσμό, καταπαύω την όρεξη 4. αισθάνομαι αηδία, κορεσμό, στομαχική δυσφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ὀγκῶ … Dictionary of Greek
ανακατωσούρα — η [ανακάτωση] 1. στομαχική διαταραχή, τάση για εμετό, ναυτία 2. ανάμιξη, σύγχυση προσώπων και πραγμάτων 3. ταραχή, φιλονικία, καβγάς … Dictionary of Greek
αψιθιά — Φυτό φρυγανώδες της οικογένειας των συνθέτων. Είναι πολύ αρωματική και πικρή και στη φαρμακολογία βοτάνων χρησιμοποιείται για τις αντιελμινθικές, αντιπυρετικές, αντισηπτικές και διουρητικές ιδιότητές της. Περιέχει ένα πλούσιο σε διάφορες ουσίες… … Dictionary of Greek
γαστρικισμός — ο στομαχική διαταραχή λόγω δυσπεψίας … Dictionary of Greek
διαφθορά — η (ΑΝ) 1. (με ηθική έννοια) ηθική εξαχρείωση, κατάπτωση, έκλυση ηθών 2. δωροδοκία, δεκασμός νεοελλ. (για γυναίκα) αποπλάνηση, ατίμαση αρχ. 1. καταστροφή, αφανισμός, θάνατος («τοὺς δέ τινας χειρωσάμενος... ἀπέστειλε ἐπὶ διαφθορῇ», Ηρόδ.) 2.… … Dictionary of Greek
ευαισθησία — Η ιδιότητα του ευαίσθητου. Ε. λέγεται και η ιδιότητα ενός οργάνου μετρήσεων που αποτελεί ένα από τα μέτρα της ποιότητάς του. Η ε. εκφράζεται με τον λόγο της γραμμικής ή γωνιακής μετατόπισης Δα του δείκτη στην κλίμακα του οργάνου προς τη μεταβολή… … Dictionary of Greek
κλύδαξις — κλύδαξις, ἡ (Α) [κλυδάζομαι] ανακίνηση στομάχου, στομαχική διαταραχή … Dictionary of Greek
ναυτία — η (Α ναυτία και ιων. τ. ναυσίη) 1. ζάλη η οποία οφείλεται στον κλυδωνισμό πλοίου 2. μτφ. αηδία, αποστροφή («η φλυαρία του μού προκάλεσε ναυτία».) νεοελλ. ιατρ. αίσθημα δυσφορίας στη στομαχική χώρα που συνδυάζεται με αίσθημα αηδίας για λήψη τροφής … Dictionary of Greek
στομαχικός — ή, ό / στομαχικός, ή, όν ΝΜΑ [στόμαχος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο στομάχι (α. «στομαχικές διαταραχές» β. «στομαχικὴ συγκοπή» Γαλ. γ. «στομαχικὸν πάθος», Αρετ.) 2. αυτός που πάσχει από χρόνια πάθηση τού στομάχου (α. «και ο πατέρας του… … Dictionary of Greek
υποθέτω — Ν 1. θέτω νοερά κάτι ως δεδομένο ιδίως για εξαγωγή συμπεράσματος ή για εξήγηση απορίας (α. «ο γιατρός υποθέτει ότι ο πυρετός οφείλεται σε στομαχική διαταραχή» β. «δεν μάς έγραψες τόσον καιρό και υποθέσαμε ότι είσαι θυμωμένος») 2. (γενικά) νομίζω … Dictionary of Greek